- φτ(ε)ιαχτός
- και φτ(ε)ιαστός, -ή, -ό, Ν [φτειάχνω]1. τεχνητός, μη φυσικός («φτειαχτή λίμνη»)2. προσποιητός, προσχεδιασμένος («φτειαχτή συμπεριφορά»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόφτ(ε)ιαχτος — η, ο φτ(ε)ιαγμένος αδέξια και ακαλαίσθητα, κακοφτ(ε)ιαγμένος, κακοκαμωμένος … Dictionary of Greek
αζούλιαστος — και ιαχτος και ιαγος, η, ο [ζουλιάζω] ο αζούλιστος … Dictionary of Greek
αλύσσαχτος — και –ιαχτος και –αγος, η, ο [λυσσάζω] 1. αυτός που δεν προσβλήθηκε από λύσσα 2. αυτός που δεν κατέχεται από παράφορες ορμές φιληδονίας, λαγνείας 3. το ουδ. ως ουσ. το αλύσσαχτο είδος αγριόχορτου που προλαβαίνει ή θεραπεύει τη λύσσα (αλλιώς… … Dictionary of Greek
αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα … Dictionary of Greek
καλόφτ(ε)ιαστος — και καλόφτ(ε)ιαχτος, η, ο [καλοφτειάνω] αυτός που έχει κατασκευαστεί καλά, στερεά, καλοφτ(ε)ιαγμένος («καλόφτ(ε)ιαστη βάρκα») … Dictionary of Greek
φτειαστός — ή, ό, Ν βλ. φτ(ε)ιαχτός … Dictionary of Greek
φτιαστός — ή, ό, Ν βλ. φτ(ε)ιαχτός … Dictionary of Greek